«Είναι μακέτο τούτο το έργο;»: Το επικό σαρδάμ του Κώστα Σημίτη που έμεινε στην ιστορία

5 Ιανουαρίου, 2025


Ο Κώστας Σημίτης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, αφήνοντας πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη στη σύγχρονη Ελλάδα, με τον πρώην πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του να χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, για τα μεγάλα δημόσια έργα της εποχής.Το ζήτημα αυτό των δημοσίων έργων, με την Ελλάδα να έχει αναλάβει και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έφερε και ένα σαρδάμ, από τα ουκ ολίγα που είχε κάνει, η αλήθεια είναι,…

Ο Κώστας Σημίτης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, αφήνοντας πίσω του σπουδαία παρακαταθήκη στη σύγχρονη Ελλάδα, με τον πρώην πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του να χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, για τα μεγάλα δημόσια έργα της εποχής.

Το ζήτημα αυτό των δημοσίων έργων, με την Ελλάδα να έχει αναλάβει και τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έφερε και ένα σαρδάμ, από τα ουκ ολίγα που είχε κάνει, η αλήθεια είναι, το οποίο έμελλε να γίνει το πιο διάσημο από όλα.

Η ατάκα του Σημίτη και η αλήθεια πίσω από τα δημόσια έργα

«Μας έλεγαν για χρόνια για μακέτες. Όλα τα έργα είναι μακέτες. Είναι μακέτο τούτο το έργο;». Βρισκόμαστε στο 2004, ο Κώστας Σημίτης δεν είναι πια πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής εγκαινιάζει, ενόψει και των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων, ένα-ένα τα δημόσια έργα. Ο Κώστας Σημίτης, σε μια στιγμή αγανάκτησης, έκανε το σαρδάμ που έκτοτε έχει γίνει διάσημο. Η επί χρόνια κατηγορία της αξιωματικής αντιπολίτευσης πως τα έργα παρέμεναν επί χάρτου κατέρρευσε. Η «Ελλάδα του Σημίτη» είναι εδώ.

Και πράγματι η περίοδος της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ υπό τον Κ. Σημίτη υπήρξε περίοδος μεγάλων ανακατατάξεων στον χώρο των δημοσίων έργων. Τα Ολυμπιακά έργα αποτελούν ένα μεγάλο μέρος, αλλά όχι το σημαντικότερο. Στην εποχή τους, όμως, τα Ολυμπιακά έργα εντάχθηκαν σε ένα ολόκληρο πρότζεκτ: αυτό της Ολυμπιάδας. Αποτελώντας κάτι περισσότερο από απλά έργα, εντάχθηκαν σε ένα αφήγημα μιας μεγαλειώδους παρέμβασης στην πόλη της Αθήνας, που την καθιστούσε, κυριολεκτικά, έκθεμα. Σκοπός ήταν να δειχθεί η πόλη ως μητρόπολη, ως ένας ολοκληρωμένος «σύγχρονος τόπος».

Όσον αφορά τα έργα ως τέτοια, από την αρχή υπήρξε μια αμηχανία για τη διαδικασία με την οποία θα εκτελούνταν. Η αρχική ιδέα της «αυτοχρηματοδότησης» γρήγορα κατέρρευσε. Έγινε κατανοητό πως κανένα έργο δεν είναι αρκετά ζωτικό ώστε να καταστεί βιώσιμο και μετά τους Αγώνες – άρα και τόπος έλξης ιδιωτικών επενδύσεων. Ετσι, και δεδομένου του αλαλούμ στον συντονισμό, οι ντόπιες μελετητικές και κατασκευαστικές εταιρείες συγκρότησαν εύκολα ένα τραστ που μονοπώλησε την κατασκευή των έργων.

Η πίεση, δε, υπό την οποία κατασκευάστηκαν ταχέως αξιοποιήθηκε για να δικαιολογήσει το πλήθος των υπερβάσεων στο κόστος τους, το οποίο και συνετέλεσε στην εκτόξευση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Οι υπερτιμολογήσεις στην κατασκευή, με τις διαρκείς υπερβάσεις των προϋπολογισμών, αλλά και η κατόπιν εορτής δαπανηρή συντήρησή τους τα κατέστησε μια «μαύρη τρύπα» – τόσο από αισθητική άποψη, καθώς ρήμαζαν, όσο και από οικονομική, αφού ακόμα και έτσι ρημαγμένα απορροφούσαν κονδύλια συντήρησης.

Τα δημόσια έργα, ωστόσο, που κυριαρχούν στην εικόνα της χώρας, αλλάζοντάς την ουσιαστικά και σε βάθος, είναι αυτά που σήμερα αποτελούν κομβικό κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Το μετρό της Αθήνας, το πρώτο τμήμα του οποίου δόθηκε στο επιβατικό κοινό στις αρχές του 2000, συνετέλεσε κομβικά στην αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού προβλήματος της Αθήνας – πρόοδος που γίνεται σαφής, αν δει κανείς τα αντίστοιχα προβλήματα στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου το έργο ακόμα δεν έχει ευδοκιμήσει. Το νέο αεροδρόμιο, «Ελευθέριος Βενιζέλος», που άνοιξε τις πύλες του το 2001, αποτέλεσε την εγγραφή της χώρας στον διεθνή χάρτη με όρους συγχρονικότητας, καθώς πλέον και η εικόνα βελτιώθηκε, αλλά και ο όγκος των επιβατών που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν αυξήθηκε.

Η Αττική Οδός, για την οποία υπήρξε πίεση να παραδοθεί τμήμα της μαζί με το Αεροδρόμιο, για τον προφανή λόγο της σύνδεσής του με την πόλη, ολοκλήρωσε την εικόνα της Αθήνας ως σύγχρονης πρωτεύουσας. Τέλος, έργα υποδομής, όπως η Εγνατία Οδός, παρότι δεν ολοκληρώθηκαν τότε, αλλά ουσιαστικά τότε προχώρησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ολοκλήρωσαν ένα παμπάλαιο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα εγγραφής της χώρας στη νεωτερικότητα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει, φυσικά, περισσότερο για συμβολικούς λόγους, η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Αν και αυτή εγκαινιάσθηκε λίγους μήνες μετά την αποχώρηση του ΠΑΣΟΚ από την εξουσία, τον Αύγουστο του 2004, με τον όγκο της δεσπόζει ως η μνημειακή αποτύπωση της εκσυγχρονιστικής περιόδου.

Το διαβάσαμε εδώ

Δείτε και αυτά
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ, ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.